- λιμενοφύλακας
- ουπαξιωματικός του λιμενικού σώματος που φυλάει το λιμάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιμενοφύλακας — ο (Α λιμενοφύλαξ, ακος) φύλακας τού λιμανιού νεοελλ. ο κατώτερος βαθμός στην ιεραρχία τού λιμενικού σώματος αρχ. τίτλος άρχοντα στην Κάρυστο … Dictionary of Greek
λιμενοφύλακας — λιμενοφύλαξ harbour watcher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LIMENARCHUS Cypri — in vet. Inscr. 427. 9. Gr. λιμενάρχης, i. e. portûs Praefectus. Horum meminit Paulus in l. limenarchae, ff. de serv. fugitiv. Limenarchae et stationarii fugitivos deprehensos recte in custodia retineat. Aristor. λιμενοφύλακας eos vocat Polit. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek